Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derogatòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [derogaˈtɔrjo]

1 παράνομος
2 ανάρμοστος (προς θέση κάποιου)
3 ανακλητικός
4 ακυρωτικός
5 υποτιμητικός
6 ταπεινωτικός
7 εξευτελιστικός
8 μειωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derogatoria derogazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deroga (θηλ.ουσ)
derogabile (επίθ.)
derogare (ρ.αμτβ.)
derogativo (επίθ.)
derogatoria (θηλ.ουσ)
derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)
derubato (αρσ. επίθ και ουσ)
deruralizzazione (θηλ.ουσ)
derviscio (αρσ. επίθ και ουσ)
desacralizzare (ρ. μτβ.)
desacralizzazione (θηλ.ουσ)
desalare (ρ. μτβ.)
desalatore (ουσ αρσ )
desalazione (θηλ.ουσ)
desalinizzazione (θηλ.ουσ)
deschetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---