Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deschétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [desˈketto]

πάγκος του τσαγκάρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desalinizzazione desco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desacralizzazione (θηλ.ουσ)
desalare (ρ. μτβ.)
desalatore (ουσ αρσ )
desalazione (θηλ.ουσ)
desalinizzazione (θηλ.ουσ)
deschetto (ουσ αρσ )
desco (ουσ αρσ )
descolarizzare (ρ. μτβ.)
descrittivo (επίθ.)
descrittore (αρσ. επίθ και ουσ)
descrivere (ρ. μτβ.)
descrivibile (επίθ.)
descrizione (θηλ.ουσ)
desensibilizzare (ρ. μτβ.)
desensibilizzatore (ουσ αρσ )
desertico (επίθ.)
deserto (ουσ αρσ )
deserto (επίθ.)
deshabillé (ουσ αρσ )
desiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---