Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈzɛrto]

η έρημος

desèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈzɛrto]

ερημικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desertico deshabillé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

descrivibile (επίθ.)
descrizione (θηλ.ουσ)
desensibilizzare (ρ. μτβ.)
desensibilizzatore (ουσ αρσ )
desertico (επίθ.)
deserto (ουσ αρσ )
deserto (επίθ.)
deshabillé (ουσ αρσ )
desiare (ρ. μτβ.)
desiderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderare (ρ. μτβ.)
desiderata (ουσ αρσ )
desiderativo (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderio (ουσ αρσ )
desideroso (επίθ.)
designabile (επίθ.)
designare (ρ. μτβ.)
designato (αρσ. επίθ και ουσ)
designazione (θηλ.ουσ)
desinare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---