Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdesèrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈzɛrto] η έρημος desèrto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deˈzɛrto] ερημικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |