Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desidèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [desiˈdɛrjo]

η επιθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desiderativo desideroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desiare (ρ. μτβ.)
desiderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderare (ρ. μτβ.)
desiderata (ουσ αρσ )
desiderativo (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderio (ουσ αρσ )
desideroso (επίθ.)
designabile (επίθ.)
designare (ρ. μτβ.)
designato (αρσ. επίθ και ουσ)
designazione (θηλ.ουσ)
desinare (ουσ αρσ )
desinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
desinenza (θηλ.ουσ)
desinenziale (επίθ.)
desio (ουσ αρσ )
desioso (επίθ.)
desistenza (θηλ.ουσ)
desistere (ρ.αμτβ.)
desocializzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---