Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desideràbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [desideˈrabile]

1 ποθερός
2 ποθεινός
3 λιγουρευτός
4 ελκυστικός
5 ορεκτικός
6 αξιαγάπητος
7 λιγουρευτός
8 επιζήτητος
9 επιθυμητός
10 λαχταριστός
11 ακριβοθώρητος
12 ποθητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desiare desiderare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desertico (επίθ.)
deserto (ουσ αρσ )
deserto (επίθ.)
deshabillé (ουσ αρσ )
desiare (ρ. μτβ.)
desiderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderare (ρ. μτβ.)
desiderata (ουσ αρσ )
desiderativo (αρσ. επίθ και ουσ)
desiderio (ουσ αρσ )
desideroso (επίθ.)
designabile (επίθ.)
designare (ρ. μτβ.)
designato (αρσ. επίθ και ουσ)
designazione (θηλ.ουσ)
desinare (ουσ αρσ )
desinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
desinenza (θηλ.ουσ)
desinenziale (επίθ.)
desio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---