Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


designazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [desiɲɲatˈtsjone], [deziɲɲatˈtsjone]

1 τίτλος
2 όνομα
3 ανακήρυξη υποψηφιότητας
4 επωνυμία
5 ονομασία
6 προσδιορισμός
7 ορισμός
8 χαρακτηρισμός
9 διορισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  designato desinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desiderio (ουσ αρσ )
desideroso (επίθ.)
designabile (επίθ.)
designare (ρ. μτβ.)
designato (αρσ. επίθ και ουσ)
designazione (θηλ.ουσ)
desinare (ουσ αρσ )
desinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
desinenza (θηλ.ουσ)
desinenziale (επίθ.)
desio (ουσ αρσ )
desioso (επίθ.)
desistenza (θηλ.ουσ)
desistere (ρ.αμτβ.)
desocializzare (ρ. μτβ.)
desolamento (ουσ αρσ )
desolante (επίθ.)
desolare (ρ. μτβ.)
desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---