Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desolazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dezolatˈtsjone]

1 λύπη
2 ερημωμένη περιοχή
3 δυστυχία
4 στενοχώρια
5 ερήμωση
6 θλίψη
7 μοναξιά
8 εγκατάλειψη
9 στέρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desolato desolforare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desocializzare (ρ. μτβ.)
desolamento (ουσ αρσ )
desolante (επίθ.)
desolare (ρ. μτβ.)
desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)
desolforare (ρ. μτβ.)
desolforazione (θηλ.ουσ)
desossiribonucleico (επίθ.)
despota (ουσ αρσ )
desquamativo (επίθ.)
desquamazione (θηλ.ουσ)
dessert (ουσ αρσ )
desso (δεικτ. αντων.)
destalinizzare (ρ. μτβ.)
destalinizzazione (θηλ.ουσ)
destare (ρ. μτβ.)
destarsi (ρ.μ. (αντων.))
destinare (ρ. μτβ.)
destinatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---