Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèspota  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛspota]

1 δυνάστης
2 αυθέντης
3 δεσπότης
4 επίσκοπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desossiribonucleico desquamativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)
desolforare (ρ. μτβ.)
desolforazione (θηλ.ουσ)
desossiribonucleico (επίθ.)
despota (ουσ αρσ )
desquamativo (επίθ.)
desquamazione (θηλ.ουσ)
dessert (ουσ αρσ )
desso (δεικτ. αντων.)
destalinizzare (ρ. μτβ.)
destalinizzazione (θηλ.ουσ)
destare (ρ. μτβ.)
destarsi (ρ.μ. (αντων.))
destinare (ρ. μτβ.)
destinatario (ουσ αρσ )
destinato (αρσ. επίθ και ουσ)
destinazione (θηλ.ουσ)
destino (ουσ αρσ )
destituire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---