Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdèspota
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛspota] 1 δυνάστης 2 αυθέντης 3 δεσπότης 4 επίσκοπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |