Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


destinàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [destiˈnato]

1 καθορισμένος από τη μοίρα
2 μοιρόγραφτος
3 μοιραίος
4 προορισμένος από τη μοίρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destinatario destinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destalinizzazione (θηλ.ουσ)
destare (ρ. μτβ.)
destarsi (ρ.μ. (αντων.))
destinare (ρ. μτβ.)
destinatario (ουσ αρσ )
destinato (αρσ. επίθ και ουσ)
destinazione (θηλ.ουσ)
destino (ουσ αρσ )
destituire (ρ. μτβ.)
destituito (επίθ.)
destituzione (θηλ.ουσ)
desto (επίθ.)
destr (επιφ.)
destra (θηλ.ουσ)
destramente (επίρ.)
destreggiamento (ουσ αρσ )
destreggiare (ρ.αμτβ.)
destreggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
destrezza (θηλ.ουσ)
destriere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---