Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdestrézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [desˈtrettsa] 1 επιδεξιοσύνη 2 δεξιοσύνη 3 καπατσοσύνη 4 ικανότητα 5 μαστοριά 6 δεξιοχειρία 7 επιδεξιότητα 8 επιτηδειότητα 9 δεξιοτεχνία 10 πνευματική ευστροφία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |