Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛstro]

1 ευκαιρία
2 δεξί πόδι
3 δεξί μέρος

dèstro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛstro]

δεξιός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destrismo destrocardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destrezza (θηλ.ουσ)
destriere (ουσ αρσ )
destriero (ουσ αρσ )
destrina (θηλ.ουσ)
destrismo (ουσ αρσ )
destro (ουσ αρσ )
destro (επίθ.)
destrocardia (θηλ.ουσ)
destrogiro (επίθ.)
destroide (ουσ αρσ και θηλ.)
destroide (επίθ.)
destrorso (αρσ. επίθ και ουσ)
destrosio (ουσ αρσ )
desueto (επίθ.)
desuetudine (θηλ.ουσ)
desumere (ρ. μτβ.)
desumibile (επίθ.)
desunto (επίθ.)
detassazione (θηλ.ουσ)
detective (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---