Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detective  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈtɛktiv]

αστυνομικός ερευνητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detassazione detector  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desuetudine (θηλ.ουσ)
desumere (ρ. μτβ.)
desumibile (επίθ.)
desunto (επίθ.)
detassazione (θηλ.ουσ)
detective (ουσ αρσ )
detector (ουσ αρσ )
detenere (ρ. μτβ.)
detentivo (επίθ.)
detentore (αρσ. επίθ και ουσ)
detenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
detenzione (θηλ.ουσ)
detergente (ουσ αρσ )
detergente (επίθ.)
detergere (ρ. μτβ.)
deteriorabile (επίθ.)
deterioramento (ουσ αρσ )
deteriorare (ρ. μτβ.)
deteriorarsi (ρ.μ. (αντων.))
deteriorato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---