ItalianoGreco


detenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [detenˈtsjone]

1 φυλάκιση
2 κατακράτηση (οφειλομένου ποσού)
3 περιορισμός
4 κράτηση
5 κυριότητα
6 κτήση
7 κατοχή
8 προφυλάκιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---