Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


determinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [determiˈnare]

καθορίζω

determinarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [determiˈnarsi]

1 αποφασίζω
2 παίρνω αποφάσεις
3 συμβαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  determinante determinatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deteriorazione (θηλ.ουσ)
deteriore (επίθ.)
determinabile (επίθ.)
determinante (ουσ αρσ )
determinante (επίθ.)
determinare (ρ. μτβ.)
determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
determinatamente (επίρ.)
determinatezza (θηλ.ουσ)
determinativo (αρσ. επίθ και ουσ)
determinato (επίθ.)
determinatore (ουσ αρσ )
determinatore (επίθ.)
determinazione (θηλ.ουσ)
determinismo (ουσ αρσ )
determinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deterministico (επίθ.)
deterrente (ουσ αρσ )
deterrente (επίθ.)
detersione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---