Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detersióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deterˈsjone]

1 απορρύπανση
2 καθαρισμός
3 πλύσιμο
4 πάστρεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deterrente detersivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

determinismo (ουσ αρσ )
determinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deterministico (επίθ.)
deterrente (ουσ αρσ )
deterrente (επίθ.)
detersione (θηλ.ουσ)
detersivo (ουσ αρσ )
detersivo (επίθ.)
detestabile (επίθ.)
detestare (ρ. μτβ.)
detestarsi (ρ.μ. (αντων.))
detestazione (θηλ.ουσ)
detonante (ουσ αρσ )
detonante (επίθ.)
detonare (ρ.αμτβ.)
detonatore (ουσ αρσ )
detonazione (θηλ.ουσ)
detrarre (ρ. μτβ.)
detratto (επίθ.)
detrattore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---