Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdetersióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deterˈsjone] 1 απορρύπανση 2 καθαρισμός 3 πλύσιμο 4 πάστρεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |