Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detestazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [detestatˈtsjone]

1 μυσαρότητα
2 αντιπάθεια
3 αποστροφή
4 σιχαμάρα
5 απέχθεια
6 έχθρα
7 μίσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detestarsi detonante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detersivo (ουσ αρσ )
detersivo (επίθ.)
detestabile (επίθ.)
detestare (ρ. μτβ.)
detestarsi (ρ.μ. (αντων.))
detestazione (θηλ.ουσ)
detonante (ουσ αρσ )
detonante (επίθ.)
detonare (ρ.αμτβ.)
detonatore (ουσ αρσ )
detonazione (θηλ.ουσ)
detrarre (ρ. μτβ.)
detratto (επίθ.)
detrattore (ουσ αρσ )
detrazione (θηλ.ουσ)
detrimento (ουσ αρσ )
detritico (επίθ.)
detrito (ουσ αρσ )
detronizzare (ρ. μτβ.)
detronizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---