detonazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [detonatˈtsjone]
1 ρήξη
2 εκπυρσοκρότηση
3 βίαιο αποτέλεσμα έκρηξης
4 εκτόνωση
5 έκρηξη
6 απότομη εκτόνωση
7 ξέσπασμα
8 σκάσιμο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [detonatˈtsjone]
1 ρήξη
2 εκπυρσοκρότηση
3 βίαιο αποτέλεσμα έκρηξης
4 εκτόνωση
5 έκρηξη
6 απότομη εκτόνωση
7 ξέσπασμα
8 σκάσιμο
permalink
detonazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android