Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detrìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈtritiko]

1 επιζήμιος
2 βλαβερός
3 που προξενεί φθορές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detrimento detrito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detrarre (ρ. μτβ.)
detratto (επίθ.)
detrattore (ουσ αρσ )
detrazione (θηλ.ουσ)
detrimento (ουσ αρσ )
detritico (επίθ.)
detrito (ουσ αρσ )
detronizzare (ρ. μτβ.)
detronizzazione (θηλ.ουσ)
dettagliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dettagliare (ρ. μτβ.)
dettagliatamente (επίρ.)
dettagliato (επίθ.)
dettaglio (ουσ αρσ )
dettame (ουσ αρσ )
dettare (ρ. μτβ.)
dettato (ουσ αρσ )
dettatura (θηλ.ουσ)
detto (ουσ αρσ )
detto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---