Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdetrìtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deˈtritiko] 1 επιζήμιος 2 βλαβερός 3 που προξενεί φθορές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |