Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detrìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈtrito]

1 ιλύς
2 κατακάθι λάσπης με σωματίδια
3 κατάλοιπο τριβής ή αποσάθρωσης
4 λάσπη
5 υπόλειμμα
6 απομεινάρι
7 μάζα από άχρηστα πράγματα
8 σκύρο
9 συντρίμμι
10 σύντριμμα
11 χάλασμα
12 ίζημα
13 θραύσμα
14 μπάζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detritico detronizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detratto (επίθ.)
detrattore (ουσ αρσ )
detrazione (θηλ.ουσ)
detrimento (ουσ αρσ )
detritico (επίθ.)
detrito (ουσ αρσ )
detronizzare (ρ. μτβ.)
detronizzazione (θηλ.ουσ)
dettagliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dettagliare (ρ. μτβ.)
dettagliatamente (επίρ.)
dettagliato (επίθ.)
dettaglio (ουσ αρσ )
dettame (ουσ αρσ )
dettare (ρ. μτβ.)
dettato (ουσ αρσ )
dettatura (θηλ.ουσ)
detto (ουσ αρσ )
detto (επίθ.)
detumescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---