Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dettàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [detˈtame]

1 προτροπή
2 υπαγόρευση
3 νουθεσία
4 αρχή γενικής ισχύος
5 εντολή γενικής ισχύος
6 διδασκαλίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dettaglio dettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dettagliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dettagliare (ρ. μτβ.)
dettagliatamente (επίρ.)
dettagliato (επίθ.)
dettaglio (ουσ αρσ )
dettame (ουσ αρσ )
dettare (ρ. μτβ.)
dettato (ουσ αρσ )
dettatura (θηλ.ουσ)
detto (ουσ αρσ )
detto (επίθ.)
detumescenza (θηλ.ουσ)
deturpamento (ουσ αρσ )
deturpare (ρ. μτβ.)
deturpatore (ουσ αρσ )
deturpazione (θηλ.ουσ)
deumidificare (ρ. μτβ.)
deumidificazione (θηλ.ουσ)
deuteragonista (ουσ αρσ και θηλ.)
deuterio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---