Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


détto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdetto]

το ρητό

détto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdetto]

(soprannominato) επονομαζόμενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dettatura detumescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dettaglio (ουσ αρσ )
dettame (ουσ αρσ )
dettare (ρ. μτβ.)
dettato (ουσ αρσ )
dettatura (θηλ.ουσ)
detto (ουσ αρσ )
detto (επίθ.)
detumescenza (θηλ.ουσ)
deturpamento (ουσ αρσ )
deturpare (ρ. μτβ.)
deturpatore (ουσ αρσ )
deturpazione (θηλ.ουσ)
deumidificare (ρ. μτβ.)
deumidificazione (θηλ.ουσ)
deuteragonista (ουσ αρσ και θηλ.)
deuterio (ουσ αρσ )
deuteronomio (ουσ αρσ )
deutone (ουσ αρσ )
deutoplasma (ουσ αρσ )
devalutazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---