Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deuteronòmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dewteroˈnɔmjo]

δευτερονόμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deuterio deutone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deturpazione (θηλ.ουσ)
deumidificare (ρ. μτβ.)
deumidificazione (θηλ.ουσ)
deuteragonista (ουσ αρσ και θηλ.)
deuterio (ουσ αρσ )
deuteronomio (ουσ αρσ )
deutone (ουσ αρσ )
deutoplasma (ουσ αρσ )
devalutazione (θηλ.ουσ)
devastare (ρ. μτβ.)
devastato (επίθ.)
devastatore (ουσ αρσ )
devastatore (επίθ.)
devastazione (θηλ.ουσ)
deverbale (επίθ.)
deverbativo (επίθ.)
devetrificare (ρ. μτβ.)
devetrificazione (θηλ.ουσ)
deviamento (ουσ αρσ )
deviante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---