Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeviànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deviˈante] 1 εκτρεπόμενος 2 που έχει εκτροπή 3 παρεκκλίνων 4 αποκλίνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |