Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


devitaminizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [devitaminiddzatˈtsjone]

αφαίρεση των βιταμινών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  devitaminizzare devoltare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deviazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)
devolvere (ρ. μτβ.)
devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)
devotissimo (επίθ.)
devoto (ουσ αρσ )
devoto (επίθ.)
devozione (θηλ.ουσ)
devulcanizzare (ρ. μτβ.)
devulcanizzazione (θηλ.ουσ)
(ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---