Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


devozióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [devotˈtsjone]

1 παρακλήσεις
2 δεήσεις
3 τρυφερότητα
4 στοργική συμπεριφορά
5 στοργικότητα
6 προσήλωση
7 στοργή
8 θεοσέβεια
9 ευλάβεια
10 ευσέβεια
11 λατρεία
12 ευσυνείδητη προσήλωση
13 αφοσίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  devoto devulcanizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)
devotissimo (επίθ.)
devoto (ουσ αρσ )
devoto (επίθ.)
devozione (θηλ.ουσ)
devulcanizzare (ρ. μτβ.)
devulcanizzazione (θηλ.ουσ)
(ουσ αρσ )
di (θηλ.ουσ)
di (πρόθ.)
diabase (ουσ αρσ )
diabete (ουσ αρσ )
diabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
diabolico (επίθ.)
diaclasi (θηλ.ουσ)
diaconale (επίθ.)
diaconato (ουσ αρσ )
diaconessa (θηλ.ουσ)
diaconia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---