Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdì
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdi] ημέρα di ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdi] το γράμμα ντι di πρόθεση Προσφορά I.P.A.: [ˈdi] 1 (possesso) tradurre con il genitivo 2 (tempo) tradurre con l'accusativo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαda parte di = από μέρους || di colpo = ξαφνικά || di dietro = από πίσω || di proposito = επίτηδες || di solito = συνήθως || di soprassalto = απότομα || diploma [αρσ.] di maturità = το απολυτήριο λυκείου || è di moda = φοριέται || essere su di giri = έρχομαι στο κέφι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |