Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiàcono, diàcono
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈakono], [ˈdjakono] 1 διάκονος 2 ιεροδιάκονος 3 διάκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |