Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiadèma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diaˈdɛma] 1 μικρό στέμμα 2 τιάρα 3 διάδημα 4 στέμμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |