Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diafràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diaˈframma]

το διάφραγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diaforetico diaframmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diafisi (θηλ.ουσ)
diafonia (θηλ.ουσ)
diafonico (επίθ.)
diaforesi (θηλ.ουσ)
diaforetico (επίθ.)
diaframma (ουσ αρσ )
diaframmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diaframmatico (επίθ.)
diaframmatura (θηλ.ουσ)
diagenesi (θηλ.ουσ)
diagnosi (θηλ.ουσ)
diagnostica (θηλ.ουσ)
diagnosticare (ρ. μτβ.)
diagnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
diagonale (θηλ. επίθ και ουσ)
diagrafo (ουσ αρσ )
diagramma (ουσ αρσ )
diagrammare (ρ. μτβ.)
dialettale (επίθ.)
dialettalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---