Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diagnòstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diaɲˈɲɔstiko]

1 γιατρός που κάνει διάγνωση
2 διαγνωστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diagnosticare diagonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diaframmatura (θηλ.ουσ)
diagenesi (θηλ.ουσ)
diagnosi (θηλ.ουσ)
diagnostica (θηλ.ουσ)
diagnosticare (ρ. μτβ.)
diagnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
diagonale (θηλ. επίθ και ουσ)
diagrafo (ουσ αρσ )
diagramma (ουσ αρσ )
diagrammare (ρ. μτβ.)
dialettale (επίθ.)
dialettalismo (ουσ αρσ )
dialettica (θηλ.ουσ)
dialettico (ουσ αρσ )
dialettico (επίθ.)
dialettismo (ουσ αρσ )
dialetto (ουσ αρσ )
dialettologia (θηλ.ουσ)
dialettologo (ουσ αρσ )
dialipetalo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---