Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dialettìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dialetˈtizmo]

επαρχιωτισμός (χρησιμοποίησε καλύτερα το dialettalismo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dialettico dialetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dialettale (επίθ.)
dialettalismo (ουσ αρσ )
dialettica (θηλ.ουσ)
dialettico (ουσ αρσ )
dialettico (επίθ.)
dialettismo (ουσ αρσ )
dialetto (ουσ αρσ )
dialettologia (θηλ.ουσ)
dialettologo (ουσ αρσ )
dialipetalo (επίθ.)
dialisepalo (επίθ.)
dialisi (θηλ.ουσ)
dialitico (επίθ.)
dializzare (ρ. μτβ.)
dializzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
diallage (θηλ.ουσ)
diallagio (ουσ αρσ )
dialogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogato (ουσ αρσ )
dialogato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---