Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diàlisi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈalizi]

1 διαχωρισμός υλικών σε κολλοειδές διάλυμα
2 παρεμβαλλόμενη πρόταση
3 διαπίδυση
4 διάλυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dialisepalo dialitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dialetto (ουσ αρσ )
dialettologia (θηλ.ουσ)
dialettologo (ουσ αρσ )
dialipetalo (επίθ.)
dialisepalo (επίθ.)
dialisi (θηλ.ουσ)
dialitico (επίθ.)
dializzare (ρ. μτβ.)
dializzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
diallage (θηλ.ουσ)
diallagio (ουσ αρσ )
dialogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogato (ουσ αρσ )
dialogato (επίθ.)
dialogico (επίθ.)
dialogismo (ουσ αρσ )
dialogista (ουσ αρσ και θηλ.)
dialogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogo (ουσ αρσ )
diamagnetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---