Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiàlisi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diˈalizi] 1 διαχωρισμός υλικών σε κολλοειδές διάλυμα 2 παρεμβαλλόμενη πρόταση 3 διαπίδυση 4 διάλυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |