Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diallàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dialˈlaʤo]

διαλλαγή (ορυκτό) ποικιλία πυροξενίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diallage dialogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dialisi (θηλ.ουσ)
dialitico (επίθ.)
dializzare (ρ. μτβ.)
dializzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
diallage (θηλ.ουσ)
diallagio (ουσ αρσ )
dialogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogato (ουσ αρσ )
dialogato (επίθ.)
dialogico (επίθ.)
dialogismo (ουσ αρσ )
dialogista (ουσ αρσ και θηλ.)
dialogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogo (ουσ αρσ )
diamagnetico (επίθ.)
diamagnetismo (ουσ αρσ )
diamantare (ρ. μτβ.)
diamantatura (θηλ.ουσ)
diamante (ουσ αρσ )
diamantifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---