Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dializzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dialiddzaˈtore]

1 υλικό πρόκλησης διαπίδυσης
2 διαλύτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dializzare diallage  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dialipetalo (επίθ.)
dialisepalo (επίθ.)
dialisi (θηλ.ουσ)
dialitico (επίθ.)
dializzare (ρ. μτβ.)
dializzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
diallage (θηλ.ουσ)
diallagio (ουσ αρσ )
dialogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogato (ουσ αρσ )
dialogato (επίθ.)
dialogico (επίθ.)
dialogismo (ουσ αρσ )
dialogista (ουσ αρσ και θηλ.)
dialogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dialogo (ουσ αρσ )
diamagnetico (επίθ.)
diamagnetismo (ουσ αρσ )
diamantare (ρ. μτβ.)
diamantatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---