Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdialèttico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diaˈlɛttiko] ειδικός στις διαλέκτους dialèttico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diaˈlɛttiko] διαλεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |