Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiàfisi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diˈafizi] 1 άξονας μακρουλού οστού 2 διάφυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |