Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diafonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diafoˈnia]

1 ομάδα ήχων αποτελούμενη από όλα τα μεταβλητά δυνατά φωνήματα των προφορών μιας γλώσσας
2 διασταύρωση επιχειρημάτων
3 διαφωνία
4 ανεπιθύμητη παρεμβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diafisi diafonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diafanità (θηλ.ουσ)
diafano (επίθ.)
diafanoscopia (θηλ.ουσ)
diafanoscopio (ουσ αρσ )
diafisi (θηλ.ουσ)
diafonia (θηλ.ουσ)
diafonico (επίθ.)
diaforesi (θηλ.ουσ)
diaforetico (επίθ.)
diaframma (ουσ αρσ )
diaframmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diaframmatico (επίθ.)
diaframmatura (θηλ.ουσ)
diagenesi (θηλ.ουσ)
diagnosi (θηλ.ουσ)
diagnostica (θηλ.ουσ)
diagnosticare (ρ. μτβ.)
diagnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
diagonale (θηλ. επίθ και ουσ)
diagrafo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---