Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diafanoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diafanoskoˈpia]

διαφανοσκόπηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diafano diafanoscopio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diade (θηλ.ουσ)
diadema (ουσ αρσ )
diadoco (ουσ αρσ )
diafanità (θηλ.ουσ)
diafano (επίθ.)
diafanoscopia (θηλ.ουσ)
diafanoscopio (ουσ αρσ )
diafisi (θηλ.ουσ)
diafonia (θηλ.ουσ)
diafonico (επίθ.)
diaforesi (θηλ.ουσ)
diaforetico (επίθ.)
diaframma (ουσ αρσ )
diaframmare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diaframmatico (επίθ.)
diaframmatura (θηλ.ουσ)
diagenesi (θηλ.ουσ)
diagnosi (θηλ.ουσ)
diagnostica (θηλ.ουσ)
diagnosticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---