Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diacronìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diakroˈnia]

1 διαχρονική ανάλυση
2 αλλαγή εκτεινόμενη στο χρόνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diacritico diacronico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diaconato (ουσ αρσ )
diaconessa (θηλ.ουσ)
diaconia (θηλ.ουσ)
diacono (ουσ αρσ )
diacritico (αρσ. επίθ και ουσ)
diacronia (θηλ.ουσ)
diacronico (επίθ.)
diade (θηλ.ουσ)
diadema (ουσ αρσ )
diadoco (ουσ αρσ )
diafanità (θηλ.ουσ)
diafano (επίθ.)
diafanoscopia (θηλ.ουσ)
diafanoscopio (ουσ αρσ )
diafisi (θηλ.ουσ)
diafonia (θηλ.ουσ)
diafonico (επίθ.)
diaforesi (θηλ.ουσ)
diaforetico (επίθ.)
diaframma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---