Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiaconìa, diaconìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diakoˈnia], [djakoˈnia] 1 διακονία 2 εκκλησία καρδιναλίου-διακόνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |