Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diaconìa, diaconìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diakoˈnia], [djakoˈnia]

1 διακονία
2 εκκλησία καρδιναλίου-διακόνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diaconessa diacono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diabolico (επίθ.)
diaclasi (θηλ.ουσ)
diaconale (επίθ.)
diaconato (ουσ αρσ )
diaconessa (θηλ.ουσ)
diaconia (θηλ.ουσ)
diacono (ουσ αρσ )
diacritico (αρσ. επίθ και ουσ)
diacronia (θηλ.ουσ)
diacronico (επίθ.)
diade (θηλ.ουσ)
diadema (ουσ αρσ )
diadoco (ουσ αρσ )
diafanità (θηλ.ουσ)
diafano (επίθ.)
diafanoscopia (θηλ.ουσ)
diafanoscopio (ουσ αρσ )
diafisi (θηλ.ουσ)
diafonia (θηλ.ουσ)
diafonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---