Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiaconéssa, diaconéssa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diakoˈnessa], [djakoˈnessa] διακόνισσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |