Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diàclasi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈaklazi]

διάκλαση (ορυκτολογία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diabolico diaconale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

di (πρόθ.)
diabase (ουσ αρσ )
diabete (ουσ αρσ )
diabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
diabolico (επίθ.)
diaclasi (θηλ.ουσ)
diaconale (επίθ.)
diaconato (ουσ αρσ )
diaconessa (θηλ.ουσ)
diaconia (θηλ.ουσ)
diacono (ουσ αρσ )
diacritico (αρσ. επίθ και ουσ)
diacronia (θηλ.ουσ)
diacronico (επίθ.)
diade (θηλ.ουσ)
diadema (ουσ αρσ )
diadoco (ουσ αρσ )
diafanità (θηλ.ουσ)
diafano (επίθ.)
diafanoscopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---