Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


devòlvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈvɔlvere]

1 αναθέτω (καθήκοντα)
2 μεταβιβάζω
3 δίνω δουλειά σε άλλους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  devoluzione devoniano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)
devolvere (ρ. μτβ.)
devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)
devotissimo (επίθ.)
devoto (ουσ αρσ )
devoto (επίθ.)
devozione (θηλ.ουσ)
devulcanizzare (ρ. μτβ.)
devulcanizzazione (θηλ.ουσ)
(ουσ αρσ )
di (θηλ.ουσ)
di (πρόθ.)
diabase (ουσ αρσ )
diabete (ουσ αρσ )
diabetico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---