Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


devoltàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [devolˈtare]

υποβιβάζω την τάση (με μετασχηματιστή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  devitaminizzazione devolutivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)
devolvere (ρ. μτβ.)
devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)
devotissimo (επίθ.)
devoto (ουσ αρσ )
devoto (επίθ.)
devozione (θηλ.ουσ)
devulcanizzare (ρ. μτβ.)
devulcanizzazione (θηλ.ουσ)
(ουσ αρσ )
di (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---