Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


devisceràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deviʃʃeˈrare]

1 ξεντερίζω
2 ξεκοιλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deviazionista devitalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deviatoio (ουσ αρσ )
deviatore (ουσ αρσ )
deviazione (θηλ.ουσ)
deviazionismo (ουσ αρσ )
deviazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)
devolvere (ρ. μτβ.)
devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)
devotissimo (επίθ.)
devoto (ουσ αρσ )
devoto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---