Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deviazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deviatˈtsjone]

η διακλάδωση, η παράκαμψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deviatore deviazionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

devianza (θηλ.ουσ)
deviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deviato (αρσ. επίθ και ουσ)
deviatoio (ουσ αρσ )
deviatore (ουσ αρσ )
deviazione (θηλ.ουσ)
deviazionismo (ουσ αρσ )
deviazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)
devolvere (ρ. μτβ.)
devoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
devonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---