Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deviàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deviˈato]

1 διεστραμμένος
2 εκτραπείς σε νέα πορεία ή δρόμο ή δρομολόγιο
3 εκτραπείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deviare deviatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

devetrificazione (θηλ.ουσ)
deviamento (ουσ αρσ )
deviante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
devianza (θηλ.ουσ)
deviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deviato (αρσ. επίθ και ουσ)
deviatoio (ουσ αρσ )
deviatore (ουσ αρσ )
deviazione (θηλ.ουσ)
deviazionismo (ουσ αρσ )
deviazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)
devoluto (επίθ.)
devoluzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---