Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deviànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deviˈantsa]

1 εκτροπή
2 παρέκκλιση
3 απόκλιση
4 αποκλίνουσα συμπεριφορά
5 παρεκτροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deviante deviare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deverbativo (επίθ.)
devetrificare (ρ. μτβ.)
devetrificazione (θηλ.ουσ)
deviamento (ουσ αρσ )
deviante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
devianza (θηλ.ουσ)
deviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deviato (αρσ. επίθ και ουσ)
deviatoio (ουσ αρσ )
deviatore (ουσ αρσ )
deviazione (θηλ.ουσ)
deviazionismo (ουσ αρσ )
deviazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deviscerare (ρ. μτβ.)
devitalizzare (ρ. μτβ.)
devitalizzazione (θηλ.ουσ)
devitaminizzare (ρ. μτβ.)
devitaminizzazione (θηλ.ουσ)
devoltare (ρ. μτβ.)
devolutivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---