Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeviaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deviaˈmento] 1 παρέκκλιση 2 σύνδεση αντίστασης διαρροής 3 εκτροπή 4 παρεκτροπή 5 απόκλιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |