ItalianoGreco


devastazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [devastatˈtsjone]

1 εκθεμελίωση
2 εξολόθρευση
3 καταβαράθρωση
4 όλεθρος
5 συντριβή
6 αποθεμελίωση
7 ερείπωση
8 αφανισμός
9 καταστροφή
10 καταποντισμός
11 ερήμωση
12 εξόντωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---